- βγάζω
- και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω)1. βγάζω έξω, εξάγω2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι»)3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό»)4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.»)5. εξορύσσω («βγάζω το μάρμαρο, το μάτι κ.λπ.»)6. κάνω εκφορά νεκρούνεοελλ.Ι.1. αποβιβάζω («το βαπόρι μας έβγαλε στο λιμάνι»)2. αντλώ («βγάζω νερό απ' το πηγάδι, κρασί απ' το βαρέλι»)3. τραβώ προς τα έξω («βγάζω τη βάρκα, το καΐκι»)4. εκκολάπτω («η κότα έβγαλε οχτώ πουλιά»)5. αφαιρώ, βγάζω από πάνω μου («βγάζω τα ρούχα μου»)6. εξαρθρώνω («έπεσα κι έβγαλα το χέρι μου»)7. παραθέτω, προσφέρω (φαγητό, γλυκά και ποτά)8. περιάγω, περιφέρω (α. «βγάζουν δίσκο», για έρανοβ. «βγάζουν την εικόνα», σε λιτανεία)9. αναδύω, φύω («η γη βγάζει χορτάρι», «το δέντρο βγάζει φύλλα»)10. αποδίδω, παράγω («η αγελάδα βγάζει πολύ γάλα», «ο φούρνος βγάζει καλό ψωμί»)11. αναδίδω, εκπέμπω («η λάμπα βγάζει καπνό», «το λουλούδι βγάζει μυρωδιά»)12. κάνω την τελευταία πλύση, ξεπλένω («βγάζω τα σεντόνια»)13. απολύω, απομακρύνω κάποιον από αξίωμα ή υπηρεσία («τον έβγαλαν απ' τη θέση του»)14. απομακρύνω («δεν έβγαλε τα μάτια του από πάνω της»)15. απαλλάσσω («τον βγάζω από μπελάδες»)16. δημιουργώ («βγάζω νέα μόδα»)17. αναδεικνύω («ο τάδε έβγαλε καλούς μαθητές»)18. εκλέγω («τον έβγαλαν δήμαρχο»)19. αποκαλύπτω, φανερώνω («τον βγάζω ψεύτη»)20. αφαιρώ («βγάζω το ποσό απ' τον λογαριασμό»)21. εξαιρώ («βγάλτε με απ' τη μοιρασιά»)22. κερδίζω («βγάζω το ψωμί μου», «...τα έξοδά μου» κ.λπ.)23. ωφελούμαι («δεν θα βγάλεις τίποτε»)24. αποχωρίζω, ξεχωρίζω κατά τη διανομή («σού 'βγαλα και σένα μερίδιο»)25. λογαριάζω, μετρώ («τα βγάζω δέκα»)26. οδηγώ («το μονοπάτι μ' έβγαλε»)27. περνάω («βγάζω τον ανήφορο»)28. επιζώ («δεν θα τη βγάλει τη χρονιά»)29. καλύπτω τις ανάγκες μου («θα τον βγάλω τον μήνα»)30. τελειώνω, συμπληρώνω («βγάζω το Γυμνάσιο»)31. εκδίδω, δημοσιεύω («βγάζω βιβλίο», «...εφημερίδα» κ.λπ.)32. συνθέτω και παραδίδω στη δημοσιότητα («βγάζω τραγούδι»)33. κοινοποιώ, δημοσιεύω, εκδίδω («βγάζω νόμο», ή «εγκύκλιο»)34. παίρνω επίσημο έγγραφο από δημόσια ή άλλη αρχή («βγάζω πιστοποιητικό», «...εισιτήριο» κ.λπ.)35. δίνω όνομα κατά τη βάφτιση («την έβγαλαν Γιάννα»)36. αποδίδω ονομασία («βγάζω παρατσούκλι»)37. διακρίνω, κατορθώνω να διαβάσω («δεν βγάζω τα γράμματα σου»)II. φρ.1. «βγάζω το φίδι απ' την τρύπα» — αναλαμβάνω επικίνδυνο εγχείρημα2. «βγάζω γλώσσα» αυθαδιάζω3. «βγάζω τις φωνές» κραυγάζω, φωνάζω4. «δεν βγάζω άχνα», «...γρυ», «...λέξη», «.....λόγο», «....μιλιά», «....τσιμουδιά» — σωπαίνω, παραμένω αμίλητος5. «βγάζω λόγο» — εκφωνώ λόγο6. «βγάζω αφορισμό» — διαβάζω το κείμενο του αφορισμού7. «βγάζω την ουρά μου έξω» — ξεγλιστρώ, αποφεύγω την ανάληψη ευθυνών8. «βγάζω φωτογραφία» — φωτογραφίζω ή φωτογραφίζομαι9. «βγάζω κάποιον στον δρόμο» — διώχνω, αποπέμπω10 «βγάζω κάποιον απ' τη μέση» — παραμερίζω κάποιον, τον εξοντώνω ή τον καθιστώ ανίκανο να κάνει κάτι11. «βγάζω κάποιον απ' τον ίσιο δρόμο» — τον κάνω να παρεκτραπεί12. «βγάζω απ' τον νου μου»α) απομακρύνω απ' τον νου μου, λησμονώβ) επινοώ13. «του βγάζω την ψυχή, το λάδι, την πίστη, τον Θεό, τον Χριστό, την Παναγία» — τον τυραννώ, τον βασανίζω14. «βγάζω λόγια», «...κουβέντες, κουτσομπολιά» — κακολογώ, δυσφημώ15. «βγάζω όνομα» — αποκτώ καλή ή κακή φήμη16. «της έβγαλε τ' όνομα» — τη δυσφήμησε17. α) του βγάζω τα μάτια» (για πράγμα το καταστρέφωβ) «του βγάζω τα μάτια» (για πρόσωπο) του προκαλώ μεγάλη ζημιάγ) «βγάζω τα μάτια μου» — καταπονούμαι, κουράζω τα μάτια μουδ) «βγάζουν τα μάτια τους» — συνουσιάζονται18. «του βγάζω το πετσί» — τον γδέρνω, τον εκμεταλλεύομαι αδίσταχτα19. «τα βγάζω πέρα» — κατορθώνω κάτι20. «βγάζω δουλειά» — είμαι αποδοτικός στην εργασία μου21. «βγάζω απ' τη μύγα ξίγγι» κερδίζω και από τα πιο ευτελή22. «του το βγάζω ξινό» ή «από τη μύτη» — ευεργετώ κάποιον και κατόπιν τον στενοχωρώ23. «βγάζω τ' άντερά μου»α) κάνω εμετόβ) κακολογώ ασύστολαγ) κερδίζω υπερβολικά χρήματα24. «βγάζω στη φορά» ή «...τ' άπλυτα στη φορά» — αποκαλύπτω παρεκτροπές25. «βγάζω στο κλαρί» ή «στο κουρμπέτι»κάνω κάποιον ανήθικο26. «βγάζω τα λόγια κάποιου με την τσιμπίδα» ή «...με τα τσιγκέλια» — δυσκολεύομαι να τον κάνω να μιλήσει27. «του βγάζω το καπέλο» — αναγνωρίζω την αξία του28. «τον βγάζω ασπροπρόσωπο» — με τις ενέργειές μου ή τη δοκιμασία μου δεν επιτρέπω να κατηγορηθεί σε τίποτε29. «τον βγάζω λάδι» — αποσείω απ' αυτόν κάθε ευθύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. βγάζω < μσν. εβγάζω (με σίγηση του αρκτικού άτονου ε-) < *εβγάζω (με συγκοπή της συλλαβής -βι- κατά απλολογία) < *εγβιβάζω (με αφομοιωτική τροπή του -κ- σε -γ- προ του -β- > < αρχ. εκβιβάζω-βγάλλω (με σίγηση του αρκτικού άτονου ε-) < μσν. εβγάλλω (με αντιμετάθεση φθόγγων) < *εγβάλλω (με αφομοιωτική τροπή του -κ-, σε -γ- προ του -β-) < αρχ. εκβάλλω-βγάνω < μσν. εβγάνω < εβγάζω < αρχ. εκβιβάζω, με επίδραση του αντίθετου ρ. βάνω].
Dictionary of Greek. 2013.